οπτιμιστής

οπτιμιστής
ο
θηλ. -ίστρια ο οπαδός του οπτιμισμού, ο αισιόδοξος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • οπτιμιστής — ο, θηλ. ίστρια 1. οπαδός τού οπτιμισμού 2. αισιόδοξος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. optimiste < λατ. optimum «άριστο» + iste] …   Dictionary of Greek

  • αισιόδοξος — η, ο 1. αυτός που διαπνέεται από αισιοδοξία, που ελπίζει σε ευτυχή έκβαση τών πραγμάτων, οπτιμιστής 2. αίσιος, ευνοϊκός «αισιόδοξη προοπτική». [ΕΤΥΜΟΛ. < αίσιος + δοξος < δόξα απόδοση στα Ελληνικά τού γαλλ. όρου optimiste (βλ. αισιοδοξία).… …   Dictionary of Greek

  • οπτιμιστικός — ή, ό [οπτιμιστής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον οπτιμισμό ή στον οπτιμιστή 2. αισιόδοξος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”